σκορδοφαγία

σκορδοφαγία
η, ΝΑ, και σκοροδοφαγία Α
το να τρώει κανείς σκόρδα
νεοελλ.
1. η υπερβολική χρήση σκόρδου στο φαγητό
2. συνεκδ. διατροφή με νηστήσιμα φαγητά, με φαγητά που δεν περιέχουν ζωικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον / σκόροδον + -φαγία, μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκορδοφάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκορδοφαγία — η 1. το να τρώει κάποιος πολύ σκόρδο. 2. νηστίσιμη δίαιτα: Τον έφαγε η σκορδοφαγία από την τσιγκουνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • σκοροδοφαγία — ἡ, Α βλ. σκορδοφαγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”